- οἰνίζειν
- οἰνίζωresemble winepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινίζω — (I) οἰνίζω (Α [οίνος] 1. μοιάζω με κρασί, έχω γεύση, οσμή ή χρώμα κρασιού 2. μέσ. οἰνίζομαι α) παίρνω κρασί με ανταλλαγή, ανταλλάσσω κάτι με κρασί («οἰνίζοντο... Ἀχαιοὶ ἄλλοι μὲν χαλκῷ ἄλλοι δ αἴθωνι σιδήρῳ», Ομ. Ιλ.) β) αγοράζω κρασί («οἶνον… … Dictionary of Greek